ιπποβάμων

ιπποβάμων
ἱποβάμων, -ονος, ὁ (Α)
1. αυτός που προχωρεί ανεβασμένος πάνω σε ίππο, ιππικός, έφιππος («Ἀριμασπὸν ἱπποβάμονα στρατόν», Αισχύλ.)
2. αυτός που τρέχει σαν άλογο ή που χρησιμεύει για ίππευση («ἱπποβάμονες κάμηλοι», Αισχύλ.)
3. φρ. α) «ρήματα ἱπποβάμονα» — πομπώδεις φράσεις, μεγαλοστομίες (Αριστοφ.)
β) «στρατός ἱπποβάμων» — για τους κενταύρους (Σοφ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)-* + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο-βάμων, λεοντο-βάμων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἱπποβάμον' — ἱπποβά̱μονα , ἱπποβάμων going on horseback neut nom/voc/acc pl ἱπποβά̱μονα , ἱπποβάμων going on horseback masc/fem acc sg ἱπποβά̱μονι , ἱπποβάμων going on horseback dat sg ἱπποβά̱μονε , ἱπποβάμων going on horseback nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποβάμονα — ἱπποβά̱μονα , ἱπποβάμων going on horseback neut nom/voc/acc pl ἱπποβά̱μονα , ἱπποβάμων going on horseback masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… …   Dictionary of Greek

  • ἱπποβάμοσιν — ἱπποβά̱μοσιν , ἱπποβάμων going on horseback dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”